Γυναίκες που αγκαλιάζουν τον μυθικό δράκοντα, μια γη που καρπίζει αρχαίες ποιητικές ιστορίες και αλληγορικές σκιές στο πλατωνικό σπήλαιο.
ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Άραγε πόσο μπορεί να μιηούν σήμερα στη Νέα Υόρκη, τη σημερινή παγκόσμια πρωτεύουσα του δυτικού πολιτισμού, οι αρχέτυποι μύθοι του, ζωγραφισμένοι από έναν καλλιτέχνη καταγόμενο από μια παλιότερη μητρόπολη της τέχνης; Για όποιον πατά σε μια γη σαν την ελληνική, η ιστορία και οι μύθοι αιώνων είναι ζωντανή πραγματικότητα, όχι μόνο στα μουσεία, στους αρχαιολογικούς χώρους ή στους βυζαντινούς ναούς, αλλά και στο ύπαιθρο. Υπάρχει πάντα η αγωνία για το πόσο αναγνωρίζεται η συμβολή της στο σύγχρονο οικουμενικό όραμα. Μπορεί άραγε το φιλότεχνο κοινό της Νέας Υόρκης ν` αναγνωρίσει στη ζωγραφική του Παύλου Σάμιου τις ρίζες όχι μόνο των αρχαίων μύθων αλλά και τις πηγές της ίδιας της ζωγραφικής τέχνης, όπως αυτές εξελίχθηκαν διαχρονικά επί αιώνες, και όπως εξελίσσονται τώρα συνενώνοντας τη maniera latina με την maniera greca;
Τον Αύγουστο του 2001 αυτοί οι πίνακες του Παύλου Σάμιου είχαν ήδη ολοκληρωθεί. Λίγες μέρες μετά, στις 11 Σεπτεμβρίου, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τη Ν. Υόρκη, για όλον τον υπόλοιπο κόσμο, και για την ίδια την τέχνη. Οι εικόνες των δύο Πύργων που καταρρέουν ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο στην ιστορία της εικονογραφίας. Σαν μια διαχρονικής εμβέλειας τεράστια λάμψη, στο βλέμμα μας εντυπώθηκαν τρομακτικές εικόνες καταστροφής, μπήκαν πολύ βαθιά μέσα μας, λειτουργούν σαν αποτρεπτική θρησκευτική εικονογραφία, αμφισβητούν τον ορθολογισμό, φέρνουν στην επιφάνεια ατομικούς πανικούς, ζητούν να επαναπροσδιορίσουν το που ανήκει καθένας.
Τα έργα του Σάμιου – ζωγράφο με διαχρονικό βλέμμα και πολύπειρο χέρι – έχουν φιλοτεχνηθεί με την προοπτική της μεγάλης έκθεσης στη Νέα Υόρκη, και εμπεριέχουν όλα όσα ο ζωγράφος θεωρεί ότι μπορεί με το έργο του να πει στους φιλότεχνους της μητροπολιτικής πόλης – μεγάλο μέρος των οποίων είναι και ελληνικής καταγωγής – ως ζωγράφος και ως πνευματική προσωπικότητα που προέρχεται από μια μεγάλη πολιτιστική παράδοση.
Αντικρίζουμε τα θέματά του: Μια φιγούρα νέας γυναίκας αγκαλιασμένη μ’ ένα δράκοντα – ένα μεγάλο φίδι που βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του – έχοντας τριγύρω αντικείμενα πραγματικά ή μυθικά, ένα κρεβάτι, ένα αυτοκίνητο, σπαράγματα αρχαίων γλυπτών (Σφίγγα, Πήγασος) που ξεπροβάλουν μέσα απ’ τη γη, μια μεγαλούπολη με ουρανοξύστες στο φόντο. Σ’ άλλη ενότητα, βλέπουμε ένα εσωτερικό χώρο δωματίου, με πόρτες και παράθυρα ανοιχτά κι ένα τραπέζι στο κέντρο, ενώ ανθρώπινες σκιές και ετερόκλητα αντικείμενα δίνουν την αίσθηση μιας υπερφυ-σικής ταραχής.
Όμως την οπτική αντίληψη του θεατή διαμορφώνουν όχι μόνο αυτές οι αναγνωρίσιμες φόρμες αλλά και το κρυμμένο συντακτικό τους: οι πινελιές του χρώματος που θυμίζουν φρέσκο, οι στάσεις που κάνουν τις φιγούρες σαν αγάλματα, καθώς και η παράξενη σχεδιαστική προοπτική του χώρου.
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΧΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΥΛΙΟΥ
Το βλέμμα του θεατή μοιάζει σα να κατεβαίνει από μια πτήση στον αέρα του δωματίου, να ακουμπά σχεδόν στο τραπέζι που βρίσκεται στο μέσον και να ξεχύνεται έξω απ’ τα ανοιγμένα φύλλα της πόρτας, για να συναντήσει ένα φάρο, στο ακρωτήρι, στο βάθος του τοπίου. Αυτή η τροχιά είναι σταθερή στα περισσότερα έργα. Και αφήνει το κρυφό συναίσθημα ότι είναι παλινδρομική, ότι δηλαδή επιστρέφει πίσω στην αφετηρία της, αφού κινάει ως εκκρεμές.
Το τραπέζι στο κέντρο μοιάζει σχεδιασμένο σαν από βυζαντινό ζωγράφο, έτσι που να το βλέπουμε προοπτική από κάθε γωνιά του δωματίου. Πάνω του, αντικείμενα οικεία – μπουκάλια κρασιού, ποτήρια γεμάτα ή άδεια, κουτιά με τσιγάρα και σπίρτα, μαχαιροπήρουνα, ένα βιβλίο, γυαλιά ανάγνωσης, κ.ά. – αλλά επίσης και άλλα που η ύπαρξη τους ξαφνιάζει, όπως κομμένα κλαδιά, μικρές φλόγες κεριών που ξεπροβάλλουν απ΄ το ξύλο του τραπεζιού, και σκιές από ανθρώπινα κεφάλια ή χέρια που θα πρέπει να βρίσκονται λίγο πιο πίσω στο δωμάτιο. Στο πάτωμα, τέλος, γυναικεία κόκκινα γοβάκια ή ακουμπισμένες φόρμες από φως νέον που θυμίζει νυχτερινό μπαρ, συμπληρώνουν όλα όσα συναντά το διαγώνιο βλέμμα που διατρέχει τον πίνακα.
Στην άλλη ομάδα έργων κυριαρχεί το σύμπλεγμα της γυναίκας με τον δράκοντα και όλα διαδραματίζονται σε ανοιχτό χώρο. Στιγμές-στιγμές η πρωταγωνίστρια μοιάζει να εκφράζει συναισθήματα ευχαρίστησης για τον εναγκαλισμό, άλλοτε φαίνεται σα να πρόκειται για σχέση ασφυκτική. Ποιες αλληγορίες μεταφέρει; Μια συνάντηση στο στερεότυπο Η Ωραία και το Τέρας – που έχει τις ρίζες της στο σύμπλεγμα Νύμφη και Παν – μιλώντας για την κρυφή θηλυκή επιθυμία για δυναμικό αρσενικό ένστικτο, όπως ίσως ερμήνευαν οι σημειολόγοι;
Μήπως αντίστροφα ένα αρχέγονο φόβο ότι το όραμα της γυναικείας μορφής θα καταπνιγεί, όπως του μάντη στο σύμπλεγμα του Λαοκόοντα; Αμφίσημος αλλά και διάχυτος είναι ο ερωτισμός της. Με τη μορφή της αρχαίας μυθικής Σφίγγας που μονίμως εμφανίζεται παραδίπλα, η πρωτα-γωνίστρια αυτών των σιβυλλικών αφηγήσεων αναδεικνύεται σε πυθική μορφή. Μας μιλά με τον διονυσιακό εκστασιασμό της. Μισοκρυμμένα κατάρτια και πανιά καραβιών στο φόντο, μια ημισέληνος πάνω από τους νεοϋορκέζικους πύργους ή ο φάρος που καίει στο βάθος του ορίζοντα – στους πίνακες που διαδραματίζονται στον κλειστό χώρο –
κάνουν την όλη ατμόσφαιρα αινιγματική, αλληγορική.
Σ’ ένα απ’ τα έργα, δύο άνδρες ξιφομαχούν με φόντο δύο ουρανοξύστες. Τόσο σ’ αυτά τα έργα όσο και της άλλης ομάδας, οι καταστάσεις που δραματοποιεί ο ζωγράφος, μοιάζουν αινιγματικές αλλά και ήρεμες. Ο ονειρικός κόσμος που έχει ιδιαίτερες συντεταγμένες. Τα πρόσωπα και τα αντικείμενα τα οποία εικονογραφούνται από έργο σε έργο ζουν σ’ ένα δικό τους χρόνο, και σε μια ειδική ζώνη φαντασίας. Σαν σ’ έναν κόσμο χωρίς βαρύτητα, σ’ έναν χρόνο σταματημένο στην πιο χαρακτηριστική στιγμή της ζωής των προσώπων του κάθε πίνακα. Η στιγμή μνημειοποιείται, αγιάζεται. Και η ζωγραφικά μετατρέπεται σε εικόνισμα ιερής προσωπικής μνήμης.
ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ο Σάμιος εκπροσωπεί την ειρηνική ζωγραφική που καθιερώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε μια εποχή που τα εθνικά και πολιτισμικά σύνορα γίνονταν όλο και πιο αχνά. Με ξεχωριστή εκθεσιακή καριέρα στη Γαλλία ο ίδιος είχε εξαρχής ένα όραμα συμβολιστικό, μεταφυσικό, αν και προσγειωμένο επίσης στην αισθητική πραγματικότητα. Έχει επίσης ξεχωριστές, σχεδόν μοναδικές, εμπειρίες από τη χρήση πολλών ζωγραφικών τεχνικών – του φρέσκο, της τέμπερας, της ελαιογραφίας – ανά διάφορες εποχές. Πρόσφατα εξελέγη πανεπιστημιακός δάσκαλος της αγιογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Στην ομιλία του στο συμπόσιο που γινόταν στο νησί της Πάτμου για την εκκλησιαστική εικονογραφία, ο Σάμιος οραματιζόταν έναν ιδεατό ναό, με ανοίγματα στον φυσικό χώρο. Ποιητικό και όχι παραδοσιακό-τυπολατρικό. Λίγο μετά, συντροφιά με την Ευφροσύνη Δοξιάδη, κουβεντιάζαμε για το πως τα πορτρέτα Φαγιούμ έγιναν η βάση για τη βυζαντινή ζωγραφική, προεκτείνοντας την υστεροελληνιστική ζωγραφική και την πλατωνική ιδεολογία περί απεικόνισης, και επίσης το πώς το Βυζάντιο ήταν που έσωσε έτσι την αρχαιοελληνική ζωγραφική και την μετέδωσε στη δυτική Ευρώπη, στα χρόνια του Τζιότο. Στο ίδιο συμπόσιο, από του Αλέκο Λεβίδη ακούγαμε το πως οι πλατωνικές αντιλήψεις περί περί χρωμάτων ζούσαν στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, μαζί βέβαια με τις θεωρίες για τον ρόλο της αναπαράστασης, δηλαδή της ίδιας της ζωγραφικής.
Ο Σάμιος δεν είναι μόνο ένας απ’ τους σημαντικότερους και πιο καταξιωμένους ζωγράφους της γενιάς του, αλλά και έμπρακτος στοχαστής για τη διαχρονική μοίρα της τέχνης και του τόπου του. Όταν είδα ξανά την πολυπρισματική βυζαντινή θεώρηση του τραπεζιού στο κέντρο του δωματίου, ξέχασα όσα γνώριζα περί Σεζάν και ορθολογισμένου προοπτικού χώρου και ένοιωσα τις πηγές όλων – τον Θεοτοκόπουλο και τις ρίζες του. Όπως είναι γνωστό, ο Σεζάν είχε επισκεφθεί μια μεγάλη έκθεση του Eλ Γκρέκο στα χρόνια που ερευνούσε τον πολυπρισματικό εικαστικό χώρο.
Ξαναβλέποντας επίσης το σύμπλεγμα της γυναίκας με τον δράκοντα και τους αρχαιοελληνικούς συμβολισμούς τριγύρω, θυμήθηκα ότι η μεταφυσική ζωγραφική γεννήθηκε στην Αθήνα του 1905, από τον νεαρό τότε Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο που στοχαζόταν για τo “σταματημένο χρόνο” των επιτύμβιων αναγλύφων. Οι ζωγραφιές του Σάμιου περιέχουν συναισθήματα που σ’ αυτόν τον τόπο φυτρώνουν πολλές φορές ανά τους αιώνες. Κλασική και στέρεη η θεματολογία τους, καλά χωνεμένο εικαστικό λεξιλόγιο, μεγάλη άνεση στο σχέδιο και τις τεχνικές. Οι φιγούρες του έχουν τη μνημειακότητα και τη διαχρονικότητα υστερορωμαικής-βυζαντινής νωπογραφίας. Υπενθυμίζουν τη μεταστροφή και εκείνης της εποχής, από τον αρχαίο αναλυτικό βλέμμα, προς το κατασταλαγμένο και οικείο, στη μυθοπογία των νεωτέρων χρόνων.
ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
Την τρέχουσα εποχή σύνταξης πολιτισμών εμείς την έχουμε ζήσει κι άλλες φορές, στην κοινή μας μεγάλη θάλασσα των ρωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων, όταν οι τριγύρω πολιτισμοί σχημάτισαν τη Μεσόγειο του Μπρωντέλ. Τώρα, από το πώς βλέπει η υπόλοιπη ανθρωπότητα τη σύγχρονη τέχνη μας, θέλουμε να μάθουμε και να διδαχθούμε, όπως παλιότερα μάθαμε τον διεθνή εαυτό μας από τα δύο Νόμπελ στους Έλληνες ποιητές Γ. Σεφέρη και Ο. Ελύτη.
Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, έχει άραγε ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα η τέχνη μας όταν συναντά το βλέμμα των φιλότεχνων μιας άλλης χώρας: είναι οικεία, όπως και άλλων επιφανών σύγχρονων ζωγράφων που εκθέτουν στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της τέχνης; Αντιστρόφως, μήπως μοιάζει ως τέχνη των εικαστικών εργαστηρίων του καιρού μας, ή σα να ξεφυτρώνει στη στέγη μιας παμπάλαιης οικοδομής, έχοντας ρίζες που αντλούν ενέργεια από τα αρχαιοελληνικά θεμέλια και τα βυζαντινά κεραμίδια; Εκφράζει τους θεατές ως προς τον εαυτό τους, όπως ζουν στην αγκαλιά του δικού τους πολιτισμού, ή μήπως τον πατροπαράδοτο φιλελληνισμό, τη νοσταλγία για τις απαρχές του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού; Οι ανθρώπινες φιγούρες του Σάμιου με το χαρακτηριστικό γλυπτικό στυλ, μηνύουν άραγε στους θεατές ότι προέρχονται από τη νωπογραφική παράδοση; Ότι οι πινελιές και τα χρώματα φανερώνουν ότι είναι σαν αυτές που πριν οκτώ αιώνες – στα χρόνια που η Βενετία έγινε το άλλο Βυζάντιο – δίδαξαν στον Τσιμαμπούε και στον Τζιότο, όσα είχαν διασωθεί και μετεξελιχθεί από την αρχαιοελληνική ζωγραφική;
Για μένα πάντως, τα έργα αυτά του Παύλου Σάμιου φλοσοφούν για το πολιτισμικό του στίγμα. Ένα στίγμα ατομικό, καλλιτεχνικό, εμπνευσμένο. Αλλά ταυτόχρονα και συλλογικό, ιδίως σε μέρες που όλοι αναζητούμε μηνύματα υπέρβασης και αισιοδοξίας.