…Το να καταλάβουμε το θέμα του Παύλου Σάμιου είναι προφανές πως όχι μόνον είναι τελείως άχρηστο αλλά και τελείως αδύνατο, αφού εδώ δεν υπάρχει παρά ζωγραφική. Μια ζωγραφική που δεν χρειάζεται καμιά ερμηνεία, κανένα τίτλο, καμία λεζάντα, καμία υπόθεση, κανένα νόημα, ούτε καν αυτό που αρεσκόμασταν άλλοτε ν’ αποδώσουμε στους πίνακες του εκείνους, όπου οι φλόγες της φωτιάς βγαίνουν από το στόμα του φιδιού, της γυναίκας ή του κόκκινου αγγέλου…
Τώρα, αρκεί να κοιτάξουμε, και ν’ αντιληφθούμε πως ο Σάμιος δεν έχει κατά νου την κατασκευή αινιγματικών εικόνων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υπαινιχθούμε ότι δεν τον ενδιαφέρει καν ο σουρεαλισμός. Ότι φαντάζεται λιγότερο απ’ ότι αφομοιώνει ή συνδυάζει. Αφομοιώνει μοτίβα σύγχρονα και σχήματα αρχαία. Συνδυάζει μνήμες αμνημονεύτων χρόνων με ζωντανές λεπτομέρειες – τσιγάρα, σπίρτα, τρανζίστορς, παιδικά παιχνίδια, τακούνια. Όλα αυτά αναγνωρίζονται εύκολα, δηλώνουν μια εποχή. Συγχρόνως όμως αποτελούν τμήμα άλλων εικόνων πιο σύνθετων, «ανώτερων», βιωμένων από την χριστιανική παιδεία, εικόνες μιας αισθητικής παράδοσης μέσα στην οποία ο Σάμιος κινείται με άνεση. Η μητέρα και το παιδί θυμίζουν την Παναγιά με τον Ιησού, ειδωμένους όμως ξανά, αλλιώς. Οι αιρούμενες φυσιογνωμίες της αναλήψεως, μετέωρες, κεροστάτες, εκκρεμείς οι στροβιλιζόμενοι δύτες, κολυμβητές, καταδρομείς, όλες αυτές οι ιπτάμενες φιγούρες μοιάζουν απόγονοι αγγέλων κι αρχαγγέλων, αγίων αρχέγονων θαυματουργών ή Βυζαντινών που συναντούμε στις τοιχογραφίες των εκκλησιών. Οι δημιουργοί τους, ανώνυμοι μοναχοί ή περίφημοι ζωγράφοι της Τοσκάνης, χρειάσθηκε για να αναπαραστήσουν την Κόλαση και τον Παράδεισο, την Ανάληψη ή την Πεντηκοστή να λύσουν επικίνδυνα ζωγραφικά προβλήματα.
Έπρεπε ν’ αποδώσουν πειστικά υπερφυσικά φαινόμενα υπογραμμίζοντας το θαύμα χωρίς να προσβάλουν το κοινό αίσθημα…
Όλα αυτά όμως χάθηκαν από τη σύγχρονη προβληματική. Πρόοδος του ορθολογισμού ή σμίκρινση του οπτικού και θεωρητικού μας πεδίου; Συζητήσιμο. Η τέχνη οδηγημένη από φτωχά πνεύματα μέσα στο κράτος της λογικής χρεοκόπησε. Τα αποτελέσματα που δημιούργησε αμφίβολλα. Το ότι ένας ζωγράφος σίγουρος και περήφανος για την παιδεία του επιστρέφει σιωπηλά στη σύνθεση και την «μετεωρολογία» και εμπνέεται από αλλοτινές αρχές και αξιώματα δεν πρέπει ούτε να μας εκπλήσσει ούτε να μας εξοργίζει. Ήταν αναπόφευκτο, απαραίτητο, αναγκαίο. Ακόμη κι αν θίγονται παλιές συνήθειες.
… Στον Σάμιο η ζωγραφική ηρεμεί, ισορροπεί. Τα χρώματα συνομιλούν γύρω από το μπλε το κίτρινο, το ροζ της σάρκας. Το μάτι διαθέτει τα σημεία αναφοράς του, τους φάρους του, ο ζωγράφος τους δρόμους του που του επιτρέπουν να διακινδυνεύσει μεγαλύτερες και πολυπλοκότερες συνθέσεις και παραλλαγές. Οι ιδέες είναι ξεκάθαρες, η μνήμη εύφορη η ιστορία πρόσφορη. Η δουλειά του Σάμιου με δύναμη και αυτοπεποίθηση προβάλλει χωρίς να προκαλεί το σκάνδαλο αλλά και δίχως να το αποφεύγει.