Τι περιμένουν άραγε αυτές οι έγκλειστες γυναίκες; Τα πρόσωπα τους περισσότερα κρύβουν και λιγότερα αποκαλύπτουν από την έκφραση τους. Τα ημίγυμνα σώματα τους μοιάζουν διαθέσιμα, σαν φτιαγμένα για να περιμένουν. Γύρω τους όλος αυτός ο χορός από τα ετερόκλητα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σαν να έχουν χάσει την βαρύτητα τους, σαν να αιωρούνται στη ρευστότητα του χώρου, που καταργεί τις αποστάσεις και παραμορφώνει τις προοπτικές.
Μήπως είναι ο χώρος του ονείρου, η κατά Φρόυντ επικράτεια του υποσυνείδητου; Μήπως οι γόβες δεν είναι γόβες; Μήπως η τσάντα δεν είναι τσάντα; Μήπως τα αντικείμενα έχουν αναγορευθεί σε φετίχ; Μήπως κάποιος γνώστης των γραμματοσυντακτικών κανόνων της ψυχανάλυσης θα μπορούσε να σου εξηγήσει με ακρίβεια γιατί βρίσκεται εκεί που βρίσκεται εκείνο το χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ, ποιο σύμπλεγμα τοποθέτησε σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση την κασετίνα των τσιγάρων;
Μήπως η γοητεία του πίνακα εξαντλείται στη συμβολική δυναμική των προσώπων, των αντικειμένων, του ίδιου του χώρου; Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά, αν ήταν μόνον έτσι.
Γιατί στο σημείο αυτό αρχίσει το πραγματικό ενδιαφέρον της δουλειάς του Παύλου Σάμιου, στο σημείο ακριβώς όπου η συμβολική δυναμική του υποσυνείδητου συναντιέται με μιαν άλλην, τη συμβολική δυναμική αυτής της τέχνης που καλείται ζωγραφική, που έχει τους δικούς της γραμματοσυντακτικούς κανόνες, που έχει τους δικούς της τρόπους για να μεταμορφώνει πρόσωπο και πράγματα, που παραμορφώνει τον χώρο με τον εντελώς δικό της τρόπο.
Το ερωτικό βλέμμα πάντα λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης, διαστέλλει, συρρικνώνει, πλατειάζει, συμπυκνώνει, ακολουθεί τους δικούς του αφηγηματικούς χρόνους. Ακόμη κι όταν δεν μπορεί να βρει την έκφραση του. Η φωνή στον έρωτα χάνει τα λόγια της, γίνεται ψίθυρος, βογγητό, αναστεναγμός. Το βλέμμα δε διακρίνει χαρακτηριστικά και αναλογίες. Το βλέμμα εντοπίσει σημεία έντασης, καρφώνεται, παγιδεύεται.
Και η ζωγραφική έρχεται να συλλάβει αυτό το βλέμμα τη στιγμή που το παγιδεύει ο κόσμος του, όταν τα σώματα θυσιάσουν τις αναλογίες τους στον βωμό μιας έντασης, που βρίσκει το σχήμα της και τη μορφή της στην επιφάνεια του πίνακα. Τα σώματα των γυναικών διαγράφονται μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη ενός βλέμματος που αγγίζει τις επιφάνειες για να ομολογήσει την εσωτερικότητα του, σαν εκείνη την μισάνοιχτη πόρτα στο βάθος απ’ την οποία μπαίνει λίγο φως. Κι αυτή είναι η ομορφιά τους.
Όσο για το θαύμα -γιατί δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς κάποιο θαύμα-, αυτό πια είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού: ο χρόνος ταυτίζεται με το χώρο, στο χώρο των σωμάτων που παραμένουν έγκλειστα, μαζί με την ονειρική γραμματική τους αντιστοιχεί ένας χρόνος κλειστός, ένας χρόνος φτιαγμένος μόνον από παρόν. Τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν ούτε παρελθόν ούτε και μέλλον. Είναι φτιαγμένα μόνον από παρόν. Το θαύμα είναι το παρόν.
Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πάει πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα ή και παλιότερα ακόμη, για να βρει αυτήν τη γυναικεία τσάντα, αυτές τις γόβες, την ατμόσφαιρα του μπουρδέλου. Θα μπορούσε να μιλήσει για το άγχος της πρώτης φοράς, για τη σχετική συστολή, για τις κινήσεις που επαναλαμβάνονται μηχανικά. Κάποτε ο νεορεαλισμός προσπάθησε να τα δραματοποιήσει όλ’ αυτά. Έδωσε κάτι έργα που ενδεχομένως να συγκίνησαν, όμως πάντα έμοιασαν να μιλάνε για κάτι άλλο, πάντα κοιτούσαν αλλού, σαν για να κρύψουν την αμηχανία τους απέναντι σ’ αυτούς τους κλειστούς χώρους, απέναντι στο απόλυτο παρόν του χρόνου, στη διαθεσιμότητα του σώματος, στις μηχανικές κινήσεις.
Κατά κάποιον τρόπο, όλα εκεί μέσα είναι καθαρά κι όταν πας να τα εξηγήσεις, αρχίζεις και τα λερώνεις με υποθέσεις που τους είναι ξένες.
Μπορεί και να ‘χαν δίκιο οι αρχαίοι ημών που έπαιρναν τα μπουρδέλα για ναούς και τις γυναίκες για ιέρειες της Αφροδίτης. Κι αυτήν την ιερότητα προσπαθεί να εντοπίσει το βλέμμα του ζωγράφου. Η ζωγραφική δεν εξηγεί, ούτε ερμηνεύει, σε πείσμα της conceptual πλήξης. Η ζωγραφική αρπάζει στιγμές του βλέμματος, για να αναδείξει τη σημασία τους. Κι αυτή είναι η ιερότητα της.
Γιατί εν τέλει, αυτό που μένει από την δουλειά του Παύλου Σάμιου, πέρα από το αίσθημα αυτών των γυναικείων σωμάτων, αυτού του χώρου που διαγράφεται στο μεταίχμιο της εσωτερικότητας, αυτού του χρόνου που μένει έγκλειστος στο παρόν, αυτό που μένει είναι η βεβαιότητα μιας στιβαρής ζωγραφικής, μιας ζωγραφικής που ανακαλύπτει τις μορφές της με την απλότητα του βλέμματος που βυθίζεται στον κόσμο του ονείρου.
Σε μια σύντομη ανασκόπηση του έργου του Παύλου Σάμιου είναι αδιαμφισβήτητο ότι ανήκει στους λιγοστούς βιωματικούς ζωγράφους του 21ου αιώνα, κουβαλώντας με τόλμη και σεβασμό το εικαστικό του όραμα καθώς και τη ζωγραφική παράδοση του τόπου.
Μια γρήγορη ματιά στα 30 ακρυλικά έργα που παρουσιάζονται αρκεί για να διαπιστώσει ο θεατής ότι ο ξεχωριστός χαρακτήρας της έκθεσης αυτής οφείλεται στο ότι αποτελεί μια σύνοψη, έναν προσωπικό απολογισμό του καλλιτέχνη, μια αναγνώριση, ένα κοίταγμα πίσω σε μια μακριά εικαστική πορεία που συνεχώς γεννούσε εικόνες, σύμβολα, ιδέες, συναισθήματα.
Αυτό με τη σειρά του γεννά την ανάγκη του ζωγράφου για μία ενδοσκόπηση όπου συνειδητά επανερμηνεύει βιώματα και σύμβολα, επαναδιαπραγματεύεται παλαιότερη θεματογραφία και επανεκτιμά τις εμμονές του για τις μικρές, επαναλαμβανόμενες, καθημερινές στιγμές, που συχνά αποτελούν αφορμή και αφετηρία για το θέμα και για τη δημιουργία ενός έργου, «που όμως οι ζωγραφικές προεκτάσεις ξεπερνούν το θέμα και το καθημερινό γίνεται περιγραφικό, μεταφυσικό και αιώνιο».
Στο θεμελιώδες ερώτημα αν στη ζωγραφική προηγείται η σκέψη ή το συναίσθημα, στην περίπτωση του Π. Σάμιου είναι προφανές ότι κάθε ενότητα δουλειάς είναι συναισθηματικά φορτισμένη με ένα έρωτα για την ζωή, ένα έρωτα για τις μικρές καθημερινές ιστορίες, έναν έρωτα μιας εποχής που η μνήμη της μπορεί να συνοψίζεται σε ένα μικρό κόκκινο, λατρεμένο ραδιοφωνάκι χωρίς μπαταρίες μέσω του οποίου προσπαθούσε ο καλλιτέχνης να ακούσει όπερα. Το ραδιοφωνάκι, ή το οποιοδήποτε αντικείμενο όπως οι γόβες ή οι τσάντες που συχνά εμπεριέχονται και επαναλαμβάνονται στα έργα του Σάμιου, αποτελούν τα σύμβολα μιας εποχής, μιας κατάστασης, ενός συναισθήματος. Ο ζωγράφος πρέπει να παγιδεύσει τα συναισθήματα, τη φόρτιση, την αύρα μιας κατάστασης και να την μεταδώσει στον θεατή. Ο Σάμιος προσπαθεί και επιτυγχάνει να μεταδώσει τους παλμούς μιας ιστορίας, να ενεργοποιήσει την αίσθηση, να την διευρύνει, να την ολοκληρώσει. Όπως οι επικολλήσεις του R. Montherwell συνιστούσαν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου μέσω των απεικονίσεων των αντικειμένων, έτσι και τα αντικείμενα ή ακόμα και οι ανθρώπινες μορφές στα έργα του Π. Σάμιου αποτελούν αφετηρία για μια βιωματική αφήγηση, που κάνει τη δημιουργία αληθινή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σκέψη και η φαντασία του καλλιτέχνη χαρακτηρίζονται από σχετικότητα όμοια με τη σχετικότητα του χωροχρόνου. Συχνά η ερμηνεία των έργων συμπληρώνεται ή εξαρτάται από τη νοητική διαδρομή του θεατή ο οποίος με τη σειρά του δίνει την «ολοκλήρωση» που επιθυμεί.