«Προικισμένος ο Παύλος Σάμιος με ξεχωριστό ταλέντο, είναι καθιερωμένος για τις ιδιότυπες φιγούρες του, σκηνοθετημένες σε καταστάσεις καθημερινότητας – πορτρέτα, ζευγάρια, νεκρές φύσεις – κάτι μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού. Πριν λίγο καιρό είχαμε δει και μια άλλη ενδιαφέρουσα σειρά έργων, φτιαγμένα με εγκαυστική πάνω σε δέρμα, και με θέμα τις προσωπικές του αναμνήσεις από τον υποδηματοποιό πατέρα του, σε εξομολογητικό τόνο. Τώρα συνεχίζει τις νωπογραφίες. Κλασσική και στερεή θεματολογία, καλά χωνεμένο εικαστικό λεξιλόγιο, μεγάλη άνεση στο σχέδιο και τις τεχνικές. Οι φιγούρες του έχουν την μνημειακότητα και την διαχρονικότητα ρωμαϊκής τοιχογραφίας. Υπενθυμίζουν την μεταστροφή και εκείνης της εποχής, από το αρχαίο αναλυτικό βλέμμα, προς το κατασταλαγμένο, και το οικείο».
Ίσως να μπορεί κανείς να πει με δύο λόγια την κεντρική ιδέα της ζωγραφικής του Σάμιου σε μία τεχνοκριτική εφημερίδας, όπως το παραπάνω κείμενο που έγραψα στα «Νέα», όμως το βαθύτερο συναίσθημα που αποπνέουν τα έργα του χρειάζεται πολύ περισσότερα να εκφρασθεί. Ο ονειρικός κόσμος του Σάμιου έχει τις δικές του συντεταγμένες. Τα πρόσωπα και τα αντικείμενα της καθημερινότητας τα οποία εικονογραφούνται από έργο σε έργο ζουν σ’ ένα δικό τους χρόνο και σε μία ειδική ζώνη φαντασίας. Σαν σ` έναν κόσμο χωρίς βαρύτητα, σ’ έναν χρόνο σταματημένο στην πιο χαρακτηριστική στιγμή της ζωής των προσώπων του κάθε πίνακα. Υποθέτουμε πως είναι αναμνήσεις, καταγραμμένα στην μνήμη του ως ενσταντανέ, τα οποία ως ευγενείς έμμονες ιδέες γυροφέρνουν την φαντασία του και ξαναβρίσκουν την θέση τους σε κάθε πίνακα, άλλοτε στην μια γωνία του και άλλοτε στην άλλη. Δεν είναι όμως λυπημένες αναμνήσεις, η νοσταλγία τους είναι μία γλυκεία ευχαριστία και χαρά, όχι στεναχώρια που οι στιγμές αυτές έφυγαν. Ο Σάμιος αντιμετωπίζει αυτές τις μνήμες δοξαστικά, τις χαίρεται, τις κάνει μνημείο. Ένα δωμάτιο, ένα τραπέζι κι ό,τι μπορεί να βρίσκεται πάνω του, πιάτα, φρούτα, τσιγάρα, ποτά, μοιάζουν απαραίτητα για να χαρακτηρίσουν την δράση των ανθρώπινων ηρώων της κάθε ιστορίας, την οποία εύκολα μπορούμε να αναπλάσουμε. Μία προσωπική στιγμή έχει εκτυλιχθεί στον σπιτικό χώρο, ένα ατομικό όνειρο ή μία ερωτική συνάντηση. Ο Χρόνος σταμάτησε σ’ εκείνη την στιγμή και ο ζωγράφος μας την μεταφέρει με ιερότητα. Ο Σάμιος ζωγραφίζει με ταπεινότητα μάστορα του παλιού καλού καιρού, θέτει στην υπηρεσία αυτών των νοσταλγικών εικόνων πολλά έντεχνα ζωγραφικά εργαλεία, χωρίς να προβάλλει την λογιότητά τους. Είναι έμπειρος γνώστης π.χ. της σεζανικής ανάλυσης της φόρμας ή της πικασικής μπλε περιόδου, όμως αυτοί οι εσωζωγραφικοί διάλογοι με τους ομότεχνους του είναι νοσταλγικές μνήμες, όσο και τα θέματα του – με αγάπη και χωρίς διάθεση για ανταγωνισμό η υπέρβαση. Σημασία για τον ζωγράφο μας έχει η απόδοση της δικής του εικόνας και το συγκινησιακό φορτίο που τον αφορά – όχι η αναζήτηση καινοτομίας. Για τον ίδιο λόγο σχεδόν κρύβει με σεμνότητα την ιδιαίτερα προικισμένη σχεδιαστική και συνθετική του ικανότητα, καθώς διαμορφώνει τον χώρο δράσης των έργων του: προοπτική με πολλαπλά σημεία αναφοράς, χώρος πολυδιάστατος, σαν κοιταγμένος από πολλές γωνιές και από πολλές συναισθηματικές ερμηνείες, αντικείμενα και άνθρωποι σαν σε διαστημόπλοιο χωρίς βαρύτητα, σαν σε όνειρο. Η στιγμή μνημειοποιείται, αγιάζεται. Και η ζωγραφιά μετατρέπεται σε εικόνισμα ιερής προσωπικής μνήμης. Ο Σάμιος χαίρεται τις μικροστιγμές της καθημερινότητας και μας ζητά να κάνουμε το ίδιο. Αυτό αισθάνεται και ο θεατής των έργων και εισπράττει αυτήν την ιδιαίτερη τρυφερότητα των έργων. Τον τελευταίο καιρό ένας παλιός ζωγραφικός τρόπος κερδίζει τον ζωγράφο και πλουτίζει ακόμη περισσότερο την έκφραση του. Είναι η τεχνική της νωπογραφίας. Παμπάλαιη μέθοδος με την οποία ζωγραφί-ζονταν επί αιώνες οι ναοί και τα παλάτια – οι χώροι της ιερότητας και της επισημότητας – και η οποία σχεδόν ξεχάστηκε στις μέρες μας. Ο Σάμιος την ανασταίνει και την αξιοποιεί. Η νω-πογραφία θέλει έμπειρο χέρι, αφού το χρώμα απορροφάται γρήγορα από το υπόστρωμα και η πινελλιά πρέπει να είναι αποφασιστική, όπως άλλωστε και το γενικό περίγραμμα της κάθε σύνθεσης. Για να κάνει κανείς νωπογραφία ή θα πρέπει να ζωγραφίζει στερεότυπες αγιογραφίες σε ναούς ή θέματα πολυαγαπημένα και νόστιμα (άξια να ξανασυναντήσει κανείς, νόστος στον Όμηρο σημαίνει: επιστροφή). Και από αυτήν την άποψη λοιπόν ο ζωγράφος μας αγιογραφεί την τρυφερή μας καθημερινότητα και την κάνει διαχρονικό μνημείο.