O Frenhofer άρχετυπικός ζωγράφος του μυθιστορήματος του Balzac, παλεύει εναγωνίως να ολοκληρώσει τη (ζωγραφική) εικόνα της πιο ωραίας γυναίκας πού έχει ποτέ δημιουργηθεί.
Αυτός ό (ανύπαρκτος) ζωγράφος θα ανακεφαλαιώσει αλλά και θα προοιωνίσει τη ματαιότητα και τραγικότητα της καλλιτεχνικής πράξης, αλλά και μία μακρόχρονη ιστορία έμμονης (ανδρών) ζωγράφων για τη (γυναικεία) μορφή, γυμνή συνήθως. Ό Παύλος Σάμιος μοιάζει, από πολλές απόψεις, με έναν Frenhofer της εποχής μας. Έπϊ τριάντα χρόνια κοπιάζει να ζωγραφίσει τη γυναίκα. Και αύτη εδώ μοιάζει να είναι ή πιο εμπεριστατωμένη κατάληξη αυτής της πορείας.
Κι όμως αυτή δεν είναι πάντα παρούσα. “Ομως ακόμη κι αν δεν φαίνεται, ή παρουσία της υπονοείται σαφώς: μέσα από αδιαμφισβήτητα σημεία: τραπέζια γεμάτα αντικείμενα, τσιγάρα, γράμματα, ραδιοφωνάκια, μισοτελειωμένα μπουκάλια και ποτήρια με κρασί, λεφτά καί, επίμονα, τσάντες και, κυρίως, παπούτσια. “Ιχνη κατοίκησης, αλλά καί ίχνη μιας ερωτικής πάλης, ενός εγκλήματος πού ζητά εξιχνίαση. “Αλλά, ναι, οι γόβες. Μνήμη από το τσαγκαράδικο του πατέρα του, αλλά αναπόφευκτα και ερωτικό φετίχ. Κάτω από τον χειρισμό του Σάμιου, ή γόβα, το κατεξοχήν θηλυκό (με ή χωρίς εισαγωγικά) παπούτσι εκτίθεται ως εμμονή στα όρια του παραληρήματος. Με αυτόν τον τρόπο ό θεατής μετατρέπει το αντικείμενο σε φετίχ και αναπτύσσει μία έθιστική σύνδεση μαζί του. Κατά τον Freud το φετίχ αναπτύσσεται γύρω από ένα σημείο δράσης μέσα από το οποίο το παιδί κοιτάζει, αλλά αρνείται αυτό πού Βλέπει καί πέφτει σε μία τελετουργία άρνησης δτι ή μητέρα του δεν είναι «ευνουχισμένη». Ό ίδιος έγραφε δτι δταν το φετίχ ζωντανεύει, κάποια διαδικασία διακόπηκε απότομα. Αυτό πού ήταν πιθανότητα, ή τελευταία εντύπωση πού έμεινε πριν από την τραυματική εμπειρία, διατηρείται ως φετίχ. Είναι καί ή τελευταία στιγμή κατά την οποία ή γυναίκα μοροϋσε ακόμη να Ιδωθεί ως φαλλική.
Άλλου ή γυναίκα εμφανίζεται. “Αλλοτε μόνη της, άλλοτε δυο γυναίκες, άλλοτε υπάρχει καί ή παρουσία ενός άντρα, κατάκοιτου συνήθως, θύματος του ερωτικού ξεζουμίσματος.
Ευνουχισμένου σχεδόν. Οί γυναίκες αυτές βγαίνουν νικήτριες από αυτή την ερωτική μάχη. “Οπως και ή Όλυμπία του Manet, ή γυναίκα του Σάμιου έχει απόλυτο έλεγχο πάνω στους άνδρες, οι όποιοι την ποθούν και καταλήγουν ξεθεωμένοι μετά από μία νύχτα (υποκριτικού από τη μεριά της;) έρωτα καί, πολύ φτωχότεροι, πιθανότατα. Ή ατμόσφαιρα του μπουρδέλου, του αγοραίου έρωτα, άλλα και της post coitus μελαγχολίας διαπερνάει τη ζωγραφική του Παύλου Σάμιου, όπως διαπερνάει και τον δρόμο στον όποιο βρίσκεται το εργαστήριο του, στην «κακόφημη» γειτονιά της Αθήνας. Ό τρόπος που ζωγραφίζει (αυτές) τις γυναίκες μοιάζει να συμπυκνώνει σε ένα κράμα τις τριαντάχρονες ζωγραφικές του περιηγήσεις: Ό Ρicasso και ό μοντερνισμός, ή κλασική άναπαραστατική, ή βυζαντινή κατάργηση της λογικής. “Εκπληξη; Ό Παύλος Σάμιος φέρνει έναν κατεξοχήν «ανατολικό» τρόπο (Βυζάντιο) σ’ ένα κατεξοχήν δυτικό θέμα (πορτρέτο, γυμνό) και καταφέρνει και τα συνθέτει. Ό εικοστός αιώνας και ή επικράτηση των αντιλήψεων του μοντερνισμού στις εικαστικές τέχνες έφεραν ριζικές αναθεωρήσεις στην αντίληψη των πραγμάτων, άλλα και αντιφάσεις και σύγχυση. Συνήθως το ενδιαφέρον για τον μοντερνισμό εδράζεται στο γεγονός δτι επιτέλους μετακίνησε τη δυτική τέχνη πέρα από την απλή εικονογράφηση των πραγμάτων. “Ομως, τα αιτήματα της νεωτερικότητας και της άποδόμησης του ζωγραφικού χώρου συνυπάρχουν με την «ανακάλυψη» καί επανεκτίμηση έξωδυτικών, «πρωτόγονων» και τελικά παλαιών καλλιτεχνικών μορφών, με τον Ρicasso να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στο θέμα αυτό. Ό Σάμιος συμπυκνώνει μερικά από αυτά τα αιτήματα με τη μορφή προοπτικών παραμορφώσεων κα’ι δυσαναλογιών στην κλίμακα των σωμάτων ή των αντικειμένων: τα γυναικεία πόδια καί λεκάνη μεγεθύνονται αφύσικα (φετιχιστική εμμονή ή γεωμετρικό παιχνίδι;) ενώ οί γόβες, leitmotiv του καλλιτέχνη, σταθερά αποκτούν γιγαντιαία διάσταση. “Οση καί ή γυναικεία παρουσία (το γυναικείο εγώ;) στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Παύλου Σάμιου. Εφόσον λοιπόν το αίτημα της ρεαλιστικής αναπαράστασης καί της προοπτικής απεικόνισης δεν υφίσταται πλέον, ανοίγει ό δρόμος για μία διαφορετική, μετά από πολλούς αιώνες, ανάγνωση παλαιών ευρωπαϊκών τεχνών, όπως ή ρωμανική καί (δυνητικά) ή βυζαντινή. Ανήκει όμως ή βυζαντινή τέχνη στο σώμα της δυτικής; Ό μϋθος της συνέχειας της δυτικής τέχνης, ήδη πριν από τον μοντερνισμό, κατασκευάστηκε πάνω σε μία σειρά οικειοποιήσεις, ξένων προς αυτήν μορφών, με πιο καθοριστικό παράδειγμα την «έπανανακάλυψη» της ελληνορωμαϊκής τέχνης από την Άναγέννηση. Σέ αυτό το πολύπλοκο, είναι ή αλήθεια, θέμα, ό Σάμιος δίνει, εδώ και δεκαετίες, πειστικές προτάσεις για συζήτηση.
Μια άλλη ενότητα. Μια γυναίκα σχεδόν αναγνωρίσιμη αύτη τη φορά, σε ρεαλιστική απόδοση, μόνη, ευάλωτη πλέον…
Σέ κάποιο έργο ή παρουσία του αδιάκριτου ζωγράφου αποκαλύπτεται μέσα από το είδωλο του στον καθρέφτη. “Ολα προσφέρονται στο βλέμμα (μας). Αδιάκριτοι ήδονοβλεψίες, παρεισδύουμε, εισβάλλουμε στην ιδιωτική ζωή ενός (δύο) ανθρώπου (-ων). Ό θεατής μπορεί να γίνει μάρτυρας αυτής της σχέσης, όμως δεν μπορεί να κάνει πολλά παραπάνω: αναγκάζεται να αναγνωρίσει πώς δεν είναι παρά ένας παρείσακτος. Είναι δύσκολο να πειστεί πώς αυτή ή γυναίκα γδύνεται γι’ αυτόν. Δεν μπορεί να τη μετατρέψει σε (πραγματική) γυμνή. Νιώθουμε ενοχή. Είμαστε μάρτυρες στιγμών και εικόνων πού δεν θα ‘πρεπε να μας είναι διαθέσιμες. “Ομως ή τέχνη το έκανε πάντα. Ή απλούστερη και πιο προφανής πηγή ενθουσιασμού για τον άνδρα ήδονοβλεψία, γράφει ο Edward Lussie-Smith είναι μια γυναίκα γυμνή και το γυναικείο γυμνό είναι ένα από τα μόνιμα θέματα της ευρωπαϊκής τέχνης. Το παμπάλαιο μοτίβο, ή Αφροδίτη παρατηρούμενη: δλη ή ιστορία της ζωγραφικής θα μπορούσε να γραφεί με βάση αυτό το στοιχείο. “Οτι ό άνδρας καλλιτέχνης είναι ήδονοβλεψίας και το μοντέλο-γυναΐκα είναι το αντικείμενο της ήδονοβλεψίας. Σέ αυτά τα έργα, συχνά στο επίπεδο του non-finito, ό Παύλος Σάμιος Ικανοποιεί τον αδιάκριτο άνδρα θεατή της ζωγραφικής του ξεδιπλώνοντας δλο το οπλοστάσιο του γυναικείου αισθησιασμού, χωρίς όμως ποτέ να γδύνει το μοντέλο του. Ταυτόχρονα όμως, και εδώ όπως και στις προηγούμενες πιο θριαμβικές ενότητες αυτής της δουλειάς, ή γυναίκα παραμένει απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Γιατί όπως έγραφε ό Σαίξπηρ «είναι σοφή, αν μπορώ να κρίνω, και ωραία είναι, αν βλέπουν στ’ αλήθεια τα μάτια μου, και αληθινή είναι, όπως έχει αποδείξει, και άρα όπως είναι σοφή, ωραία και αληθινή, θα είναι συνεχώς μέσα στην ψυχή μου».