Σάμιος: 30 Χρόνια Ζωγραφική.

Μελετώντας κανείς το έργο του Παύλου Σάμιου και ανατρέχοντας την εικοσάχρονη και πλέον καλλιτεχνική του πορεία δεν μπορεί να μην αντιληφθεί τα διαδοχικά στάδια μιας συνεχούς επανεξέτασης της εικονογραφικής του περιπέτειας και τα σημεία αναφοράς του. Από τους καλλιτέχνες οι οποίοι εναντιώνονται στο ρεύμα της νέας αφαίρεσης και της πρόταξης της χειρονομίας ή της ιδέας απέναντι στο αντικείμενο θέτοντας εκ νέου το πρόβλημα της απεικόνισης, ο Παύλος Σάμιος δε διστάζει να προβάλλει την πίστη του στη ζωγρα­φική του τελάρου που εξακολουθεί να προσφέρει δυνατότητες για αναθεώρηση της σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη, αντλώντας στοιχεία και μεθόδους από το παρελθόν της ίδιας της ζωγραφικής. Η συνεχής συνάντηση με τους δασκάλους, τους μεγάλους της πρωτοπορίας ή τους παλαιότερους κλασικούς, αλλά και με τη ζωγραφική παράδοση του τόπου μας, τη βυζαντινή και την αρχαία, επανατοποθετεί στο έργο του το πρόβλημα των σχέσε­ων με το παρελθόν, όχι στο επίπεδο της στείρας νοσταλγίας, αλλά σε εκείνο της πίστης και της συνειδητοποίησης ότι ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης και συγκοινωνός της πολιτισμικής κληρονομιάς του. Η αποδοχή αυτή οδηγεί σε νέα αντιμετώπιση των ερωτημάτων, που ο νεωτερισμός έχει παραμελήσει, όπως είναι η σπουδαιότητα του θέματος, ο νέος ρόλος της μορφής της αφήγησης, η αναδημιουρ­γία του χώρου μιας ιστορίας με αναζήτηση αναφορών μέσα στην ίδια την ιστορία της τέχνης. Και πράγματι βλέπει κανείς ότι η ζωγραφική του Σάμιου, από τα μέσα της δεκαετίας του 70 που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι σήμερα, δεν είναι παρά ένα πεδίο διεξα­γωγής μιας στοιχομυθίας μπροστά στα μάτια του θεατή, καθώς και το πραγματικό ή το φανταστικό βίωμα παίρνει υπόσταση και το όνειρο, η ζωή, ο έρωτας, γίνονται πραγματικότητα.

Στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ’70, όπου βρέθηκε ο καλλιτέχνης, οι πολυσύχναστοι δρόμοι με τον μοντέρνο φωτισμό, η κίνηση στα καταστήματα, η ζωή σε πολυτελείς χώρους, είναι ερεθί­σματα που θα οδηγήσουν στη δημιουργία της προσωπικής του ιστορίας. Γυναίκες γυμνές ή μισοντυμένες, μοναχικές, βυθισμένες σε όνειρα ή, όταν τα πρόσωπα είναι περισσότερα, σ’ ένα σιωπηλό διάλογο, στέκονται όρθιες στην άκρη μιας πόρτας, μπροστά σ’ ένα παράθυρο, κάθονται στη γωνιά του κρεβατιού, στις πολυτελείς καρέκλες των πλούσιων σπιτιών, στριμώχνονται στα πολυσύχνα­στα café, απολαμβάνουν τη ζωή, τον έρωτα. Κορίτσια φορτωμένα μνήμες από την κλασική αρχαιότητα από τις επιτύμβιες στήλες ως τα Επιθαλάμια του δασκάλου του Γιάννη Μόραλη, μορφές αυτάρ­κεις, ικανοποιημένες από τη φυσική τους υπόσταση, όπως αυτές του επίσης δασκάλου του Νίκου Νικολάου. Το ερωτικό στοιχείο και το ερέθισμα που προκαλεί υποβάλλονται από τα γεμάτα αισθη­σιασμό σώματα, που δυναμικά καταλαμβάνουν το χώρο, ένα χώρο αυστηρά οργανωμένο με γεωμετρική διάταξη των επιφανειών που υπακούει σε νόμους ρυθμού, τάξης, αρμονίας.

Και ξαφνικά γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όλα αλλάζουν. Η αυστηρή δομή με τα γεωμετρικά πλάνα δίνει τη θέση της σε μια όλο τόλμη κίνηση, την οποία ο καλλιτέχνης συλ-λαμβάνει δυναμικά, αφομοιώνει, βάζει σε τάξη χωρίς να την αποδυναμώνει. Σώματα βαριά, γεμάτα εκφραστικότητα, περιστρέφονται σ’ ένα χώρο, ο οποίος είναι πλέον ανεπαρκής για να περικλείσει τόση ορμή και τόσο πάθος. Πλάνα διαφορετικών προβολών, που μοιάζουν να ξετυλίγουν τις πολλαπλές όψεις της ίδιας μορφής, αποτελούν μια νέα πρόταση διήγησης καθώς τα πρόσωπα με τυποποιημένη όψη, χωρίς μαλλιά, αφηγούνται μόνο με τις κινήσεις του σώματος την ιστορία τους. Μια ιστορία που ασφυκτιά μέσα στα στενά πλαίσια του πίνακα και γίνεται, κάποιες φορές, τρίπτυχο που κάθε τμήμα του έχει τις διαστάσεις τις απαραίτητες στο ζωγράφο. Άλλες φορές αυτή η έννοια του απεριόριστου εκφράζεται με την αποσπασματική απεικόνιση μελών του σώματος ή με συντμήσεις της προοπτικής, όπως στις τοιχογραφίες. Έτσι η ζωγραφική του από παραδοσιακή γίνεται εννοιακή και καθώς ο χώρος γεμίζει με πλήθος στοιχείων – δράκοντες, φωτιές, καπνούς, σύννεφα – ζητά την ενεργοποίηση του θεατή για την αποκρυπτογράφηση της και την αναγωγή στις ιδέες του. Πυκνές, παχιές γραμμές στα περιγράμματα, δυναμική αντίθεση ανοιχτόχρωμων και σκούρων επιφανειών, με πλάσιμο που ζωντανεύει μνήμες από το Βυζάντιο, θέματα γεμάτα αγιογραφικές αναφορές – όπως η φλόγα, σημείο πάντα της αποκάλυψης του θείου – οι δράκοντες της Αποκαλύψεως, το ίδιο το χέρι του Θεού, που καθοδηγεί τις κινήσεις των ανθρώπινων πλασμάτων, αποδει­κνύουν τη βαθιά σχέση του με την παράδοση. Αυτή η έκφραση του Σάμιου, με τη δυναμική και περιστροφική κίνηση σ’ ένα χώρο χαο­τικό, συνεχίζεται ολόκληρη τη δεκαετία και παρόλο που η ζωγρα­φική του προσγειώνεται σε απλά, γήινα συμβάντα – γέννα, οικογέ­νεια, ανθρώπινες συναναστροφές -, εντούτοις, η σχέση των προ­σώπων δεν παύει να είναι μετέωρη ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, μια σχέση η οποία εξακολουθεί να προσπαθεί να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του πίνακα, από τον προκαθορισμένο χώρο, που συνεχώς μεταβάλλεται από τις ποικίλες προοπτικές και όψεις.

Αυτές οι σχέσεις των ανθρώπων θα τον απασχολούν διαρκώς και περισσότερο τη δεκαετία που διανύουμε. Παρόλο που οι μορφές του αποδίδονται περισσότερο στυλιστικά με συνεχιζόμενη τη σχε­διαστική τόλμη και διακρίνονται από μια αφοπλιστική εκλέπτυνση στη χρησιμοποίηση του χρώματος, που γίνεται περισσότερο λυρικό, εν τούτοις προσπαθούν σαν ακροβάτες να ισορροπήσουν στις άκρες των δακτύλων τους, διατηρώντας την «αγαπητικοί» τους σχέση. Με χέρι σταθερό δίνει στις εικόνες του ρυθμό με τη γραμμή, η οποία κάποτε διακόπτεται από κενά που κι’ αυτά αποτελούν οργανικό μέρος, τμήμα της σύνθεσης. Η αυστηρή γεωμετρική διάταξη την οποία ορίζει τώρα όχι το σχήμα αλλά το χρώμα, ο τονισμός των περιρρεόντων περιγραμμάτων συμβάλλουν στη μνημειακή ηρεμία της σύνθεσης.

Με τον ίδιο τρόπο που ο Σάμιος αποδίδει τις ανθρώπινες σχέσεις, εκφράζει αυτήν την εποχή και εκείνους τους δεσμούς, εξίσου ισχυ­ρούς και συνυφασμένους με την υπόσταση του ανθρώπου, που τον συνδέουν με τη φύση και τις δραστηριότητες του μέσα σ’ αυτή. Ο άνθρωπος ενταγμένος στην πλάση, βιώνεται στο έργο του ως μια αδι­αίρετη ενότητα με τη φύση, καθώς εκφράζεται η πρωτόγονη σχέση του με τη γη, με τη θάλασσα. Η σχέση αυτή, δοξαστική καθώς το φως καταυγάζει μια μορφή την ώρα που φυτεύει ένα δέντρο ή που ψαρεύει με μια βάρκα, δεν αναζητά παρά να καταδείξει την πλήρη αρμονία στην οποία μπορεί να βρεθεί ο άνθρωπος με το φυσικό περι­βάλλον και τη νοσταλγία για τον παράδεισο που κινδυνεύει να χαθεί.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα δεμένη με τον καθημερινό μόχθο για επιβίωση, αλλά και οι σχέσεις που αναπόφευκτα δημιουργούνται από αυτήν εξυμνούνται και σε μια άλλη ενότητα έργων με θέμα τα βιώματα του από το υποδηματοποιείο του πατέρα του. Έχοντας ήδη εξοικειωθεί με την ιδιότυπη χρήση της επιφάνειας για την ανά­πτυξη της αφήγησης χρησιμοποιεί αυτούσια δέρματα ζώων για να χωροθετήσει εκεί αναμνήσεις από σκηνές και εικόνες προσφιλείς και αγαπημένες. Κυρίαρχη μορφή, ο πατέρας, δεσπόζει συνήθως στο κέντρο, ενώ σε μια άκρη βρίσκεται καθισμένη κάποια πελάτισ­σα, κι εκείνος, κάπου, μικρός κι ασήμαντος στην αρχή ανδρώνεται σιγά-σιγά ανάμεσα σε πλήθος από ζευγάρια παπουτσιών, που παραμένουν σύμβολα της γυναικείας κομψότητας και γοητείας, αλλά και του ερωτισμού.

Βαθύς γνώστης της παράδοσης, ο Σάμιος δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ποικίλα υλικά όχι για να εξαντλήσει τις όποιες τεχνικές του γνώσεις, αλλά γιατί αυτή η ίδια η χρήση τους εντάσσεται στη νοητι­κή λειτουργία του έργου. Όπως με τη χρήση του δέρματος ανάγει στην εργασία του πατέρα του, έτσι και με τη χρήση της νωπογρα­φίας έρχεται τα τελευταία χρόνια, να εικονογραφήσει με αυθορμη­τισμό και πηγαιότητα, όπως απαιτεί το υλικό, καθημερινές ιστορίες ανθρώπων, σκηνές που διαδραματίζονται σε χώρους αγαπημένους, αντικείμενα φορτισμένα μνήμες. Η διήγηση, κρατώντας συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη, φορτίζει τη σύνθεση με πληθώρα στοιχείων, καθένα από τα οποία αφηγείται τη δική του ιστορία. Η ανθρώπινη μορφή είναι πάντοτε παρούσα. Και όταν ακόμη απουσιάζει, κάποιο ένδυμα ή κάποια δραστηριότητα της υποδηλώνει την παρουσία της. Και παρόλο που κι εδώ το θέμα κυριαρχεί, η συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων στη χωριακή ενότητα των έργων δεν παύει να είναι η ιδιότυπη σχέση του καλλιτέχνη με τον χώρο, στον οποίο πρέ­πει να ενταχθούν όλα. Όλα όσα έχουν να διηγηθούν μια δική τους μικρή ή μεγάλη ιστορία.

Στοιχεία Επικοινωνίας

Ατελιέ : Ρεμούνδου 17 10446 Αθήνα
Τηλ. : 210 88 46 047
Κινητό : 6972 42 65 20
Email: pavlos@samiospavlos.gr

© 2014 Samios Pavlos | Designed by Anektimito.gr

Επιμέλεια αρχείου Π.Σάμιου

Πηνελόπη Μπαρμπετάκη
Email: pbarbe@otenet.gr

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ