Από μικρή ηλικία ο Παύλος Σάμιος ήξερε τί ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ήταν σίγουρος πως θα γινόταν ζωγράφος. Το ταλέντο του άλλωστε στο σχέδιο το επιβεβαίωνε και ο πατέρας του για τον οποίο σχεδίαζε στο εργαστήριο παπουτσιών.
Από πολύ νωρίς τον κέρδισε η θρησκευτική ζωγραφική και μέχρι σήμερα ζωγραφίζει εκκλησίες. Παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στο εργαστήρι του Πάνου Σαραφιανού και πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου από το 2000 είναι και Kαθηγητής, στο Eργαστήριο Παραδοσιακής Ζωγραφικής fresco – βυζαντινές εικόνες-χειρόγραφα.
Δάσκαλός του ήταν ο Νίκος Νικολάου στο Προκαταρκτικό, ο οποίος έδινε έμφαση στο σχέδιο και στην παράδοση της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης και ο Γιάννης Μόραλλης. Η παρέμβαση του τελευταίου στα δρώμενα της ελληνικής έκφρασης είχε ως αποτέλεσμα την καταξιωμένη θέση του στην ελληνική σύγχρονή τέχνη. Στο Παρίσι ο Σάμιος γνωρίζει τον Τσαρούχη και τον Μάνο Χατζηδάκη και έχει την τύχη να είναι στην μοναδική παρέα του Μαγεμένου Αυλού. Εποχής κορυφαίας πνευματικής σύμπραξης προσφέρει ένα μοναδικό παράδειγμα για τον τρόπο που η ζωγραφική εξερεύνησε τον διάλογο με τις άλλες τέχνες επηρεάζοντας βαθύτατα τον νεαρό καλλιτέχνη.
Για τον Παύλο Σάμιο η ζωή είναι στενά συνδεδεμένη με τον έρωτα. «Όλα ξεκινάνε από αυτόν» όπως λέει ο ίδιος «η ζωγραφική μου είναι η καθημερινότητα ειδομένη με έναν τρόπο αρκετά μεταφυσικό».
Η έκθεση του Εικαστικού Κύκλου ωστόσο δεν στοχεύει στην εξοικείωση του θεατή με την ήδη γνωστή σειρά έργων του καλλιτέχνη. Αντιθέτως παρουσιάζετε, μια σειρά από τολμηρές νυχτερινές συνθέσεις, οι οποίες ισορροπούν μεταξύ αφαίρεσης και παραστατικής ζωγραφικής. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας της έκθεσης με τίτλο «Στο φως του φεγγαριού» εστιάζει στην στιγμή της αναμονής του συντρόφου, ο χρόνος σταματάει και η στιγμή γίνεται αιώνια.
Οι τίτλοι των έργων είναι συγκεκριμένες ώρες με στόχο το σχόλιο στο θέμα του χρόνου, στον χρόνο της αναμονής, στις ώρες που δεν περνούν, στη μοναξιά της νύχτας. Αυτά σε συνδυασμό με τις διακυμάνσεις του ατόμου που περιμένει, η λαχτάρα την προσμονή της άφιξης του συντρόφου είναι τα συναισθήματα που συνθέτουν την ατμόσφαιρα της νέας δουλειάς.
Οι καμβάδες κατακλύονται από μεγεθυμένα τραπέζια τα οποία λειτουργούν σαν υπόβαθρο. «Πάνω στο τραπέζι ακουμπάς ιδέες, ακουμπάς μια φαντασία» μας λέει ο δημιουργός. Τα διάφορα οικεία αντικείμενα που βλέπει ο θεατής στις καλά δομημένες συνθέσεις δημιουργούν και διατηρούν μια συνοχή με τις προηγούμενες δουλειές του καλλιτέχνη. Τα πράγματα βγαίνουν από την δική τους υπόσταση και αποκτούν ένα συμβολισμό, διηγούνται την ιστορία, πραγματική η φανταστική.
Η ερμηνεία του κάθε έργου είναι η ερμηνεία που του δίνει αυτός που το διαβάζει και όχι αυτός που το δημιούργησε.
Η ελευθερία αυτής της ερμηνείας και της συναρμολόγησης της ιστορίας που εξελίσσετε δίνει τη διαδραστική σχέση θεατή-έργου, και την ελευθερία του διαλόγου. Η τέχνη του Σάμιου αποκτά αφηγηματικό λυρισμό. Η τεχνική της εξπρεσιονιστικής πινελιάς και τα τολμηρά χρώματα, η αντίθεση των ψυχρών επιφανειών των πράσινων, μπλε και μωβ με τα γνώριμα κόκκινα κεραμιδή δημιουργούν μια ένταση. Η απεικόνιση της νύχτας παραπέμπει σε ένα ονειρικό χαρακτήρα. Για τους εραστές της ζωής και της τέχνης η έκθεση αυτή είναι ουσιαστικός σταθμός στο έργο του Καλλιτέχνη Παύλου Σάμιου γιατί παγώνει τη δική του σχέση με τα πράγματα, τα βιώματά του, τον έρωτα την δική του γλώσσα.