Ένα πακέτο τσιγάρα, απ’ αυτά τα πλακέ που δεν τα βρίσκεις πια, ακουμπισμένο τυχαία δίπλα σ’ ένα ζευγάρι κόκκινες γυναικείες γόβες· στερεότυπο ερωτικό φετίχ – ένα μισάνοιχτο κουτί σπίρτα, μια ανεπίδοτη ακόμη επιστολή, ένα ζευγάρι γυαλιά, ένα μισοάδειο μπουκάλι κρασί, ένα ποτήρι… Κι όλ’ αυτά ριγμένα πάνω στο τραπέζι που οι πλευρές του δεν σχηματίζουν ορθές γωνίες. Είναι γιατί κι αυτό, με τη σειρά του, εκκρεμεί σ’ ένα σύμπαν φτιαγμένο απ’ τα νερά της θάλασσας ή, απλώς το σκοτάδι της νύχτας. Στο βάθος, δίπλα στο αχνό μισοφέγγαρο εκτείνεται η λάμψη του φάρου, σαν ένα είδος απειλής φτιαγμένης από φως, από το ίδιο φως που βγαίνει μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού με την κεραμοσκεπή καθώς αιωρείται σαν να’ χει χάσει τη βαρύτητα του απ’ το ίδιο φως που εκπέμπει το νέον του ιχθύ.
Ή μάλλον όχι. Αυτό το τελευταίο είναι άλλο. Ροζ ελεκτρίκ προσπαθεί να κυριαρχήσει με όλη τη δύναμη του εύγλωττου συμβολισμού του στην επιφάνεια του πίνακα. Το θέμα της ζωγραφικής του Παύλου Σάμιου είναι κατ’ αρχάς αυτή η επιφάνεια.
Ποια είναι τα υλικά της; Φτάνει για να απαντήσεις στο ερώτημα να κοιτάξεις λίγο παρακάτω, στην άλλη, στην επιφάνεια του διπλανού πίνακα που παριστάνει εκείνη τη γυναίκα με τον φλογοβόλο δράκοντα. Η περίπτυξη, θανατηφόρα πλην όμως ερωτική, έχει το χρίσμα της αθωότητας και του ονείρου, σαν τα κλειστά μάτια της γυναίκας που αφέθηκε στον ύπνο. Οι συμβολισμοί, άλλοι προφανείς κι άλλοι κρυφοί, σε καλούν να τους αποκρυπτογραφήσεις: ένα κομμάτι μυθολογίας, μια φράση χριστιανισμού – ο ιχθύς- ένα εν γένει θαλασσινό ελληνικό τοπίο.
Όμως για να ξαναγυρίσω στην εικόνα του τραπεζιού που, από πίνακα σε πίνακα μοιάζει έμμονη ιδέα είναι σαφές πως η «συμβολιστική» ανάγνωση κάπου κολλάει. Κάτι περισσεύει από δαύτην που μοιάζει να είναι και το ουσιαστικό. Ευθύνεται γι` αυτό η ασημαντότητα των αντικειμένων; Ευθύνεται η οργάνωση του χώρου; Το σίγουρο είναι ότι τα αντικείμενα αυτό λιγότερο συμβολίζουν ένα σύμπαν που βρίσκεται έξω απ’ αυτά και περισσότερο σηματοδοτούν τον δικό τους χώρο.
Είναι σαν νάχεις να κάνεις μ’ εκείνα τα πρόχειρα μουσεία που στήνουν οι αρχαιολόγοι δίπλα στις ανασκαφές για να οργανώσουν την πρώτη ταξινόμηση των ευρημάτων τους. Σ’ αυτά οι γωνίες δεν είναι όρθιες, γιατί τα αντικείμενα που καλούνται να περιγράψουν ή να περιχαρακώσουν εκκρεμούν στο μεταίχμιο, ανάμεσα στη βεβαιότητα της ύπαρξης τους και την αβεβαιότητα της γνώσης μας. Έχουν βγει από τη γη, όμως η σιωπή που τα περιβάλλει, η αμφιβολία για το μέλλον τους – ουδείς γνωρίζει ακόμη αν θα πάνε στις προθήκες ή τις αποθήκες του μεγάλου μουσείου – τα περιβάλει ακόμη με την εσωτερικότητα του μέσα χώρου.
Το θέμα της ζωγραφικής του Παύλου Σάμιου είναι ακριβώς αυτή η εκκρεμότητα, αυτό το οριακό χρονικό σημείο της στιγμής που το σχήμα αναδύεται από μέσα του για να αφήσει το ίχνος του στην πραγματικότητα.
Το κάθε αντικείμενο, ακόμη και το πιο ασήμαντο γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το θραύσμα, το όστρακο ενός πρωτεϊκού εσωτερικού κόσμου, μια σκιά που βγήκε στο φως και άρπαξε φωτιά.
Δεν είμαι ιστορικός της τέχνης ούτε κριτικός. Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει την ζωγραφική και δεν αλλάζω με τίποτε την ευφορία που αισθάνομαι όποτε βρίσκομαι αντιμέτωπος μαζί της, όποτε δηλαδή στέκομαι μπροστά σε κάποιο έργο που με πείθει ότι αυτό που βλέπω εκεί έξω, με τα ίδια μου τα μάτια, είναι η ύλη ενός μέσα κόσμου που άγγιξε το φως και τις αισθήσεις μου χωρίς να γίνει παρανάλωμα, χωρίς να χάσει τίποτε από την αμφισημία του, την αινιγματική ζωή του, τον λόγο της ύπαρξης του.
Ξέρω λοιπόν πως όταν λέω ότι ο Παύλος Σάμιος μεταφράζει με τα υλικά της ζωγραφικής του την μεταιχμιακή αυτή εκκρεμότητα του μέσα με τον έξω κόσμο είναι σαν να λέω ότι κάνει αυτό που κάνει η ζωγραφική από τότε που γεννήθηκε επί γης ο πρώτος ζωγράφος. Όμως έχει κι αυτό τη σημασία του: σήμερα χρειάζεται πολλή φαντασία και ακόμη περισσότερη τόλμη για να είναι κανένας συντηρητικός. Μετά την γοητευτική, πλην όμως αλαζονική έκρηξη του αιώνα που πέρασε, τώρα που πεισθήκαμε ότι η τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι τέχνη – αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης – έχει σημασία να βλέπεις κάποιον να προσπαθεί να ανασυνθέσει τους όρους του παιχνιδιού αφομοιώνοντας την εμπειρία της συντριβής.
Σήμερα που είδαμε που μας οδήγησε η ισοπέδωση των πάντων από τα «εικαστικά και τα πολιτιστικά γεγονότα» έχει σημασία να έρχεσαι αντιμέτωπος με την δύναμη του έργου, με την δύναμη αυτής της εσωτερικότητας. Ο «εικαστικός πολιτισμός» παράγει γεγονότα, η ζωγραφική παράγει έργα, κοινώς τεκμήρια εσωτερικότητας. Αν έχουμε κάποιο λόγο να συνεχίσουμε να κάνουμε τέχνη είναι γιατί, μετά την λαίλαπα της ψυχανάλυσης, μετά την αλαζονεία των συμβολισμών που δημιουργήσαμε για να ερμηνεύσουμε την ύπαρξη μας, η εσωτερικότητα αυτή εξακολουθεί να μας απασχολεί.
Άφησα για το τέλος την ιδιοσυγκρασία αυτού του εσωτερικού χώρου που φέρνει ο Σάμιος στο φως, τον χαρακτήρα του θαλασσινού τοπίου, εκείνου του πράσινου, του σχεδόν μελανού που είναι σαν να ξέφυγε από τον χιτώνα κάποιου Παντοκράτορα, σαν κάπου, στο ημίφως του να σε παραμονεύει ένα βλέμμα, έτοιμο να σ’ αρπάξει την ώρα που εσύ νομίζεις ότι το χειραγώγησες.
Και το άφησα για το τέλος όχι γιατί είναι λιγότερο σημαντικό, αλλά γιατί είναι το πιο παρεξηγήσιμο.
Στην εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολιτισμού της Ιστορίας, όποιος προσπαθεί να περιχα-ρακώσει τους όρους της φαντασίας του είναι σαν να προσπαθεί να βάλει σύνορα για να παρεμποδίσει την διέλευση της ραδιενέργειας μετά από ένα ατύχημα σε πυρηνικό εργοστάσιο. Κοινώς, κινδυνεύει να γίνει γραφικός.
Όμως όσο γραφική είναι η αναπαραγωγή των όρων της «ελληνικότητας», άλλο τόσο ενδιαφέ-ρουσα και γόνιμη, είναι η περιπέτεια της εμμονής της. Το θέμα δεν είναι να κατασκευάσουμε σκηνικά που μπορεί να μας γεμίζουν με τρυφερότητα ή νοσταλγία, πλην όμως αισθανόμαστε ότι κατά βάθος δεν μας αφορούν. Το θέμα είναι να μπορέσουμε να δούμε τον ιερό μας χώρο, εκεί που ακόμη και η πιο ασήμαντη κατακτά την ζωτική της σημασία την στιγμή που έρχεται στο φως σαν το ουράνιο τόξο πίσω από εκείνο το παράθυρο που δεν ξέρεις αν ανοίγει στο μέσα ή το έξω τοπίο.
Αυτά τα θραύσματα, τα όστρακα του παρωχημένου κόσμου, που είναι ο δικός μας κόσμος, σηματοδοτούν την αρχαιολογία μιας ζωής που είναι η δική μας ζωή. Κι αυτή είναι η δύναμη της ζωγραφικής του Παύλου Σάμιου.